τρέχων

τρέχων
[трэхон] еж. (μεταφ.) текущий.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τρέχων" в других словарях:

  • τρέχων — τρέχω run pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

  • AUROSA — Harena, apud Ael. Lamprid in Heliogabalo, c. 31. Scobe auri porticum stravit et Argenti ut fit hodie de aurosa harena: quid sit, vide supra in voce Auri vena. Nempe quacumque pedibus iter faciebat Imperator, sternebatur via aurosa harenâ. Quem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLOCAMOS — Graece πλόκαμος, plecta sertave capillorum est; nam et πλεκτὴ est funiculus, ἀπὸ τοῦ πλέκειν, Hesych. πλεκτὴ, ςειρὰ; etiam plectas infimae aetatis Auctores dixêre. Πλοκάμους tamen Graeci Grammaticilonge aliter exponunt, deglobis cil. nodisque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RETRO ambulandi — cum deo suo tensam duceret, ritum in Alagabalo Imperatore notavit Herodianus, l. 5. c. 6. Πᾶςαν τὴν ὁδὸν ἤνυε τρέχων ἔμπαλιν ἑαυτοῦ, ἀφορῶν τε ἐις τὸ πρόςθεν τοῦ Θεοῦ, πρός τε τὸ μὴ πταῖςαι αὐτὸν ἢ διολιςθαίνειν, οὐχ ὁρῶντα ὅπου βαίνῃ, γῆ τε ἡ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRIGA — Heroum in bello vehiculum, post bigas fuit: qui duobus subiugis equis adnectebant vinculô seu lorô tertium extra currum, quem παρῄορον dicebant: Hesychius, παρῄορος ἵππος ὁ εντὸς ἃρματος τρέχων? item σειραῖον, Dionysius Halicarn. l. 7. sub fin.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ένδοθεν — (AM ἔνδοθεν) επίρρ. μέσα, εντός (α. «ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ. β. «θυμόν τέρπεται ἔνδοθεν», Πίνδ.) αρχ. 1. από μέσα («ὅν κάλεσον τρέχων ἔνδοθεν ὡς ἐμέ», Αριστοφ.) 2. αυτοπροαίρετα («αὐτό δ ὑφ αὑτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα», Αισχύλ.) 3. (ενάρθρ. ως επίθ.) …   Dictionary of Greek

  • δίαυλος — (I) ο (ΑΝ) 1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό 2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι «οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.) νεοελλ. ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκών αρχ. 1. αγώνισμα δρόμου… …   Dictionary of Greek

  • ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… …   Dictionary of Greek

  • ετέρωσε — ἑτέρωσε (ΑΜ) επίρρ. μσν. με άλλον τρόπο, αλλιώς αρχ. 1. προς το άλλο μέρος («ἔνθεν μέν... ἑτέρωσε δέ», Πλάτ.) 2. (με ρήμ. κινήσεως) στο άλλο μέρος, απέναντι («οἱ δ ἑτέρωσε καθῑζον», Ομ. Ιλ.) 3. προς άλλο μέρος, αλλού («ἑτέρωσε τρέχων», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»